ζάλῃ — ζάλη squall fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάλη — η (ΑΜ ζάλη) σύγχυση, αναστάτωση, στενοχώρια, ψυχική ή πνευματική ταλαιπωρία νεοελλ. μσν. αίσθημα εγκεφαλικής συσκότισης και απώλειας τής ισορροπίας, τάση για λιποθυμία, ίλιγγος, σκοτοδίνη νεοελλ. 1. βύθισμα, λήθαργος («κ είχε θανάτου ζάλη»,… … Dictionary of Greek
ζάλη — η 1. ταραχή, τρικυμία: Μέσα στη ζάλη που επικρατούσε δεν ήξερα τι έκανα. 2. συσκότιση του νου, μερική απώλεια των αισθήσεων: Ήταν πολλοί μέσα στην αίθουσα και του ήρθε ζάλη. 3. σάστισμα, ταραχή του νου: Μόλις τον αντίκρισε του ήρθε ζάλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαλεύω — [ζάλη] 1. φέρνω ζάλη, ζαλίζω 2. σαλεύω, σκιρτώ … Dictionary of Greek
ζάλαι — ζάλη squall fem nom/voc pl ζάλᾱͅ , ζάλη squall fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάληι — ζάλῃ , ζάλη squall fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαλῶν — ζάλη squall fem gen pl ζαλάω driving pres part act masc voc sg ζαλάω driving pres part act neut nom/voc/acc sg ζαλάω driving pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ζαλάω driving pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) ζαλέω pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάλαις — ζάλη squall fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάλην — ζάλη squall fem acc sg (attic epic ionic) ζαλάω driving imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ζαλάω driving imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάλης — ζάλη squall fem gen sg (attic epic ionic) ζαλάω driving pres ind act 2nd sg ζαλάω driving imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)